ἀνθρωπίναις

ἀνθρωπίναις
ἀνθρώπινος
of
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνδιαβαπτίζω — Α 1. διαβρέχω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (κυρίως το μέσ.) συνδιαβαπτίζομαι α) βαπτίζομαι σε υγρό μαζί με άλλον β) μτφ. βουτώ στην κακία ή στην αμαρτία («καὶ τοὺς μὴ συνδιαβαπτιζομένους ἔτι ταῑς ἀνθρωπίναις ἀπάταις», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”